- παιανισταί
- παιᾱν-ισταί, οἱ, guild ofA paean-chanters, at Rome, IG14.1084 (ii A. D.); at the Piraeus, SIG1110 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιανισταί — παιανισταί, οἱ (Α) [παιανίζω] (για έναν ιερό σύλλογο στη Ρώμη) αυτοί που άδουν τον παιάνα … Dictionary of Greek